- ηχητικός
- -ή, -ό (AM ἠχητικός, -ή, -όν [ηχώ]αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, ηχογόνος («ηχητικά κύματα»)νεοελλ.1. αυτός που ενισχύει τον παραγόμενο ήχο («ηχητικό κιβώτιο»)2. αυτός που γίνεται με τη βοήθεια τού ήχου («ηχητική βυθομέτρηση» — η μέτρηση τού βάθους τού βυθού τών θαλασσών με την ηχητική μέθοδο)3. φρ. «ηχητικά σήματα» — σήματα που παράγονται και μεταδίδονται με διάφορες ηχογόνες συσκευές.επίρρ...ηχητικώς και -ά (AM ἠχητικῶς)με χρησιμοποίηση τού ήχου.
Dictionary of Greek. 2013.